- ἀρεστῶς
- ἀρεστόςacceptableadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένεκα — και ένεκεν (AM ἕνεκα και ἕνεκεν Α και ποιητ. τύπος εἵνεκα και ιων. τύπος εἵνεκεν και εἵνεκε και αιολ. τύπος ἕννεκα και επιγρ. ἕνεκε και ἕνεκον) (πρόθεση) 1. δηλώνει τον λόγο για τον οποίο έγινε κάτι («ένεκα που έβρεχε δεν ξεκινήσαμε», «ένεκα… … Dictionary of Greek
εν(ε)στερνισμένως — ἐν(ε)στερνισμένως (Μ) [ενστερνίζομαι] επίρρ. 1. στο στέρνο 2. μτφ. αρεστώς, με τρόπο ευπρόσδεκτο … Dictionary of Greek
u̯ek̂- — u̯ek̂ English meaning: to wish Deutsche Übersetzung: “wollen, wũnschen” Material: O.Ind. vás mi, váṣṭi, us mási, Av. vasǝmī, usǝ̄ mahī “wollen, wish”, participle O.Ind. usánt , f. usatī “willing”, Av. an usant , usaitī… … Proto-Indo-European etymological dictionary